- καθίζω
- καθίζω med.,1 set up for oneself, dedicate ἀμφ' ἀνδριάντι σχεδόν, Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο̄ μονόδροπον φυτόν (locus metr. causa susp.) P. 5.42
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καθίζω — καθίζω, κάθισα, καθισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: καθίζω – κάθομαι : άλλοτε είχαν την ίδια έννοια, γι αυτό επικράτησε ο αόριστος σε ισα (κάθισα). Σήμερα το καθίζω περιορίζεται στην έννοια → βάζω κάποιον να καθίσει. Μερικές φορές η μτχ.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθίζω — aB* pres ind act 1st sg καθίζω aB* pres subj act 1st sg καθίζω aB* pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… … Dictionary of Greek
καθίζω — κάθισα, καθισμένος 1. βάζω κάποιον ή κάτι να καθίσει, τον τοποθετώ: Με κάθισε δίπλα του. 2. κάθομαι: Κάθισε κάτω και μη μιλάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθίζεσθε — καθίζω aB* pres ind mp 2nd pl καθί̱ζεσθε , καθίζω aB* imperf ind mp 2nd pl καθίζω aB* pres imperat mp 2nd pl καθίζω aB* pres ind mp 2nd pl καθίζω aB* imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) καθίζω aB* imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίζετε — καθίζω aB* pres ind act 2nd pl καθί̱ζετε , καθίζω aB* imperf ind act 2nd pl καθίζω aB* pres imperat act 2nd pl καθίζω aB* pres ind act 2nd pl καθίζω aB* imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) καθίζω aB* imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίζομεν — καθίζω aB* pres ind act 1st pl καθί̱ζομεν , καθίζω aB* imperf ind act 1st pl καθίζω aB* pres ind act 1st pl καθίζω aB* imperf ind act 1st pl (homeric ionic) καθίζω aB* imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίζει — καθίζω aB* pres ind mp 2nd sg καθίζω aB* pres ind act 3rd sg καθίζω aB* pres ind mp 2nd sg καθίζω aB* pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίζῃ — καθίζω aB* pres ind mp 2nd sg καθίζω aB* pres subj mp 2nd sg καθίζω aB* pres ind mp 2nd sg καθίζω aB* pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίξω — καθίζω aB* fut ind act 1st sg καθί̱ξω , καθίζω aB* aor ind mid 2nd sg (doric) καθίζω aB* aor subj act 1st sg (doric) καθίζω aB* aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίσαντα — καθίζω aB* aor part act neut nom/voc/acc pl καθίζω aB* aor part act masc acc sg καθίζω aB* aor part act neut nom/voc/acc pl καθίζω aB* aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)